ἰοειδῆ

ἰοειδῆ
ἰοειδής
like the flower
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἰοειδής
like the flower
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἰοειδής
like the flower
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιοειδή — Οι μικρότεροι γνωστοί παράγοντες μολυσματικών ασθενειών που απαντούν αποκλειστικά στα φυτά. Πρόκειται για πολύ μικρά μόρια μονόκλωνου RNA (πολύ μικρότερα σε σχέση με τους τυπικούς φυτικούς ιούς), τα οποία στερούνται πρωτεϊνικού καλύμματος… …   Dictionary of Greek

  • αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… …   Dictionary of Greek

  • ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ιονίδιο — το βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ιοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο, χοιρ ίδιο)] …   Dictionary of Greek

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

  • ενδοπαρασιτισμός ή ενδοκυτταρικός παρασιτισμός — Μορφή παρασιτισμού κατά την οποία το παράσιτο ζει και πολλαπλασιάζεται στο εσωτερικό του κυττάρου του ξενιστή. Οι ιοί αναφέρονται ως ενδοκυτταρικά παράσιτα, επειδή χρειάζονται υποχρεωτικά ένα κύτταρο ξενιστή για την αναπαραγωγή και την έκφραση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”